Blog 2.ΠΡΩΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ

Blog 2.ΠΡΩΤΗ ΣΕΡΡΩΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

ΗΡΩΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ 1941 – 1944 ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΦΤΣΙΔΗΣ του ΗΛΙΑ & ΓΕΣΘΗΜΑΝΗΣ(1900- 06.11.1982): του Τηλέμαχου Τσελεπίδη


 

 

Τηλέμαχος Τσελεπίδης

 Ένας ακαταμάχητος καπετάνιος των ΕΑΟ

Πρόσφυγας από τους δεινά δοκιμαζόμενους Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1924 και εγκαταστάθηκε στο Οροπέδιο της κοινότητος Σιδηρονέρου του νομού Δράμας το 1927. Γεννήθηκε το 1900 στο Ερικλί της Σαμψούντας. Γονείς του ο Ηλίας Λαφτσίδης και η Δέσποινα Καλπακίδου. Το 1915 ο πατέρας του, που στρατεύτηκε στον τούρκικο στρατό, από τις κακουχίες των ταγμάτων εργασίας έχασε την ζωή του. Η οικογένεια ορφάνεψε το 1916 κι ο νεαρός Γιάννης έφυγε στα βουνά της πατρίδας του όπου ήταν ανεπτυγμένο το ελληνικό αντάρτικο κατά των τουρκικών αρχών κατοχής. Έκτοτε ζούσε στο βουνό σε πολύ δύσκολες συνθήκες, ενώ παράλληλα απέκτησε και οικογένεια.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών Τουρκίας και Ελλάδος, το 1924, γύρισε με εξαμελή οικογένεια στην Ελλάδα. Ήρθαν στην Θεσσαλονίκη και κατέληξαν στην Καλαμαριά. Μετά ένα χρόνο έφυγαν στον Λαγκαδά και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Μαυρούδα. Όμως το 1927 μετακόμισαν. Ήρθε και κατοίκησε στο Οροπέδιο της κοινότητας Σιδηρονέρου του νομού Δράμας στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί, ως επί το πλείστων και οι περισσότεροι των συγχωριανών του. Εδώ γεννήθηκε και το τέταρτο παιδί του, ο γιος του Θόδωρος. Εξάλλου η ορεινή περιοχή του Οροπεδίου ήταν φυσικό τοπίο ολόιδιο με την πατρίδα του το Ερεκλί.
Η Βουλγαρική κατοχή στην Ελλάδα μάτωσε για δεύτερη φορά την εθνική του περηφάνεια. Έτσι αρχές του 1942 ξαναπέρασε στην αντίσταση. Αρματώθηκε και εντάχθηκε στις Εθνικές Ανταρτικές Ομάδες στην περιοχή του Καράντερε υπό τον αρχικαπετάνιο Αναστάση Αβραμίδη. Και τώρα διατάχτηκε να πάρει τους άνδρες του και να κατέβει στην γέφυρα του Νέστου, περιμένοντας την Βουλγαρική στρατιωτική δύναμη η οποία θα περνούσε την γέφυρα και μπαίνοντας στα λημέρια τους, είχε αποστολή, να διαλύσει τις Ανταρτικές Ομάδες του Καράντερε. Και βέβαια θα βρεθεί στην μεγάλη τριήμερη μάχη και θα τραυματιστεί σοβαρά στις 8-5-1944. Τον τραυματισμένο πατέρα της μετέφερε η δεκαεννιάχρονη κόρη του Αγγελική σε μια χαράδρα. Έζησε στο βουνό, αφού οι Βούλγαροι έκαψαν όλα τα χωριά της περιοχής, όπως και του χωριού του, μέχρι την απελευθέρωση στα τέλη του Οκτώβρη του 1944 όταν πια οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την χώρα μας.
Υπήρξε γενναίος και αποφασιστικός άνδρας. Ήταν απέραντα καλοσυνάτος. Έμπειρος και τολμηρός στον κλεφτοπόλεμο, αλλά και διορατικός και συνετός. Αποδείχτηκε πολύ χρήσιμος στις μεγάλες δυσκολίες που ενείχε ενίοτε το αντάρτικο. Ως επικεφαλής ανταρτών διακρίνονταν για τις διοικητικές του ικανότητες, ενώ και οι άνδρες του τον λάτρευαν. Συμμετείχε σε πολλές μάχες, αλλά ιδιαίτερα διακρίθηκε με τους άνδρες του στην μάχη της γέφυρας του Νέστου.
Θα δώσω, όμως, τον λόγο στον ίδιο για να μας αφηγηθεί τα σχετικά με την σύγκρουση των ανταρτών χωρικών στην μάχη της Γέφυρας του Νέστου στις Παπάδες σε μια πολυαίμακτη σύγκρουση με έναν πάνοπλο Βουλγαρικό στρατό, με αεροπορία και μεγάλη δύναμη πυρός.
«Το βράδυ της Παρασκευής (5.5.44) ήρθε και με βρήκε στο χωριό ο 17χρονος σύνδεσμος Γιάννης Λαζαρίδης, γιος του Καλλίστρατου από το Σιδηρονέρου. Μου έφερε εντολή του αρχηγείου. Να πάρω, λέει, αμέσως μερικούς άνδρες μου και αρκετά μουλάρια και να πάμε στη Σκαλωτή για να βοηθήσουμε ώστε να μεταφέρουμε στις αποθήκες του χωριού μας το πολεμικό υλικό και τα άλλα εφόδια τα οποία έπεσαν με αλεξίπτωτα από τα συμμαχικά αεροπλάνα στην περιοχή των ρίψεων, στα «τρία δένδρα», κοντά στο χωριό Βουνοχώρι. Αμέσως συγκέντρωσα τους άνδρες μου κι όσα ζώα μπόρεσα και μάζεψα και περιμέναμε να βγει το φεγγάρι για να ξεκινήσουμε. Γιατί η διαδρομή την οποία θα ακολουθούσαμε ήταν κακοτράχαλη και δύσβατη και θα δυσκολευόμασταν πολύ μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Είμασταν πανέτοιμοι να ξεκινήσουμε όταν φτάνει λαχανιασμένος ο πατέρας Καλλίστρατος Λαζαρίδης με ένα νέο γράμμα στο χέρι. Ο σαραντάχρονος πόντιος από τη Φάτσα έρχονταν ως απεσταλμένος του Μπάρμπα Κώτσου από τον Καλλίκαρπο με ένα υπέρ επείγον μήνυμα. Το κείμενο το υπέγραφε κι ο καπετάν Αναστάσης. Ήταν άκρως αυστηρή διαταγή. Έπρεπε να ετοιμαστώ και να κατέβω με το τμήμα μου στην γέφυρα του Νέστου να αντικαταστήσουμε τους Σιδηρονερίτες φρουρούς της.
Πράγματι, ετοιμαστήκαμε βιαστικά με όλα τα αναγκαία για μια εκστρατεία. Είμαστε πλήρως εξοπλισμένοι, με ότι είχαμε βέβαια και ξεκινήσαμε με πολλές προφυλάξεις. Περάσαμε κοφτά, μέσα από το ρέμα του Καμπέρογλου και τις πρωινές ώρες του Σαββάτου φτάσαμε στα ανατολικά του ποταμού και πάνω στο λοφίσκο, στη θέση του Αϊ Λιά, ο οποίος δεσπόζει της γέφυρας. Η κοιλάδα ήταν πνιγμένη στην ομίχλη. Κάτι συνηθισμένο άλλωστε τις ανοιξιάτικες μέρες. Όμως ψηλά στο Νεστοχώρι, στο δρόμο που έφερνε στη γέφυρα, καθάρισε ο τόπος από το πούσι καθώς χάραζε η μέρα.
Είχα δύναμη δέκα οκτώ ανδρών. Τους Λαφτσιδαίους αδελφούς Ηλία και Κώστα του Παπαϊωάννου, τον αδελφό μου Γιάννη, το Σάββα και τον οπλοπολυβολητή Βασίλη. Ήταν ακόμη οι Κωφίδηδες, Γιώργος, Σταύρος και Χαράλαμπος κι ο Γιάννης Τσαπανίδης με τον σαρακατσάνο Δημήτρη Μέλητο. Από τους Καλπακιδαίους ήταν ο Σωκράτης, ο Στέφανος, ο Αναστάσης, ο Σάββας κι ο Χαράλαμπος. Επίσης ήταν ο Γιώργος Σελαλμαζίδης του Κων/νου και ο Χρίστος Μελισσόπουλος.
Στο ύψωμα βρήκαμε καμιά δεκαριά χωρικούς, αντάρτες του αρχηγείου, ξάγρυπνους και ταλαιπωρημένους. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο Νοιώτης Μενέλαος Βραχίδης του Θεπεφτή. Διέθεταν ένα οπλοπολυβόλο και έντεκα διάφορα όπλα, αλλά ελάχιστα πυρομαχικά. Ακροβολιστήκαμε στην πλαγιά, ενώ ετοιμάζονταν οι συμπατριώτες μας από την Οσένιτσα να επιστρέψουν στο χωριό τους. Εγκατέστησα σε επίκαιρα σημεία δύο παρατηρητές, τον οπλίτη Χαράλαμπο Κωφίδη και τον άοπλο 16χρονο Σάββα Λαφτσίδη, με τη ρητή εντολή, μόλις αντιληφθούν κινήσεις του εχθρού απέναντι από το Νεστοχώρι ή τις πλαγιές του βουνού, να με ειδοποιήσουν αμέσως.
Εποπτεύοντας όλη την γύρω περιοχή είδα ότι ο αριθμός μας ήταν πολύ μικρός για να μπορούμε να ελέγχουμε αποτελεσματικά τη γέφυρα και τον περιβάλλοντα χώρο και τότε σκέφτηκα να ειδοποιήσω να έρθει σε βοήθεια μας και η ομάδα του οπλαρχηγού Ηλία Σελαλμαζίδη του Κυριάκου (1) ο οποίος τυχαία, τότε, βρίσκονταν στο χωριό μας. Ο καπετάν Ηλίας ο «Λατίκοσλη»ς, όπως τον αποκαλούσαν, ήταν υπαρχηγός του αρχηγείου του Μποζ Νταγ. Θεωρούνταν ηγετική φυσιογνωμία του αντάρτικου. Τολμηρός οπλαρχηγός και συγχωριανός μου, αλλά και φίλος μου. Υπέθεσα ότι δεν θα είχε αντίρρηση να μας ενισχύσει για ένα-δύο μέρες. Πράγματι ανταποκρίθηκε αμέσως και με πολύ χαρά κι ενθουσιασμό. Ήρθε με όλους τους άνδρες του. Τον είχα ειδοποιήσει με ένα σημείωμα που του μετέφερε ο νεαρός μου ανιψιός Βασίλης Λαφτσίδης. Ήρθαν μαζί του οι συγχωριανοί μας Λαφτσίδης Γιώργος του Ιωακείμ και Περικλής, Χρίστος και Χαράλαμπος Λαφτσίδης. Ήταν επίσης ο Χαράλαμπος Τσαπανίδης, ο Σταύρος Νικολαΐδης, ο Γεώργιος Παναγιωτίδης, ο Γιάννης Σαββίδης κι ο οπλοπολυβολητής Λευτέρης Κωφίδης. Άλλοι Κωφιδαίοι ήταν, ο Σαρήγιαννης κι ο αδελφός του Γιώργος. Ήταν επίσης ο Γιώργος κι ο Γιάννης Καλπακίδης, και ο ξάδερφος του Αντών Τσαούς ο Γιώργος Καλπακίδης.
Κι ενώ οι Σιδηρονερίτες αναχώρησαν και στην περιοχή βασίλευε νεκρική σιωπή το απόγευμα, κατά τις τέσσερες η ώρα, μας επισκέπτεται ο Άγγλος αντισυνταγματάρχης Miller με δύο συμπατριώτες του αξιωματικούς του βρετανικού στρατού, τους Πωλ και Κίτ Κάτ. Μας είπε με σπασμένα ελληνικά, ανακατεμένα με εγγλέζικες λέξεις, ότι είναι πολύ σημαντικό ο εχθρός να μην περάσει στις θέσεις μας γιατί έτσι και περάσει την γέφυρα θα καταλάβει όλες τις αποθήκες ανεφοδιασμού που διαθέτουμε, θα ελέγχει όλη την περιοχή μας και θα ζήσουμε πάλι τη δυναστική κατοχική διοίκηση των Βουλγάρων. Το θέμα ήταν πολύ σοβαρό και κρίσιμο. Κατά τις εκτιμήσεις του, ο βουλγαρικός στρατός ο οποίος αποφάσισε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή, ίσως φανεί ανά πάσα στιγμή και αύριο ακόμη.
-Εσείς θα τον περιμένετε και θα τον κρατήσετε αντί πάσης θυσίας μακριά από τη γέφυρα, τουλάχιστο για μια μέρα, μέχρι να προλάβει η συμμαχική αεροπορία η οποία θα μας βοηθήσει να τον εξουδετερώσουμε, μας είπε..
Κι ενώ οι Άγγλοι έφευγαν γυρίζοντας στο Σιδηρόνερο όπου είχαν εγκαταστήσει το αρχηγείο τους, διευθύνοντας την όλη επιχείρηση, τους διαβεβαιώσαμε ότι δεν θα αφήσουμε τους Βουλγάρους να περάσουν στα εδάφη μας όσο μεγάλος κι αν θα είναι ο αριθμός τους, όση δύναμη πυρός κι αν διαθέτουν.
Εμείς ήμασταν ήδη αρκετοί άνδρες κι οργανωθήκαμε αμυντικά στις στροφές των Παπάδων και γύρω από τον παραπόταμο Μουσδέλη, ενώ εγκαταστήσαμε κι ένα πρόχειρο μαγειρείο στο μύλο του Γιαννακουλόπουλου, που δεν λειτουργούσε πια ως μύλος. Πιο μπροστά, τον μύλο τον λειτουργούσε ο Στέργιοβιτς, ένας Ρώσος φυγάς, ταγματάρχης του τσαρικού στρατού, που όμως τώρα διορίστηκε από τους Βουλγάρους κατοχικός πρόεδρος στους Ποταμούς.
Τη νύχτα τοποθέτησα φρουρούς ανατολικά της μεγάλης γέφυρας, και τους άλλαζα κάθε ώρα. Οι φρουροί πρέπει να ήταν άγρυπνοι και σε ετοιμότητα. Τελευταίοι φύλακες ήταν οι εμπειροπόλεμοι Ιωάννης Τσαπανίδης, Σωκράτης Καλπακίδης, Βασίλης Λαφτσίδης και ο Γιώργος Κωφίδης. Τα χαράματα είχαμε στηθεί σε θέσεις μάχης, για κάθε ενδεχόμενο. Κάτι μας έλεγε πως θα είχαμε επίσκεψη Βουλγάρων. Εγώ με οχτώ άνδρες έπιασα το ύψωμα ανατολικά της γέφυρας στη θέση που ήταν εγκατεστημένο, άλλοτε, προπολεμικά, το αντιαεροπορικό πυροβόλο, το οποίο στήθηκε κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου για την προστασία της γέφυρας. Είχα δύο καινούργια οπλοπολυβόλα, που ήταν λάφυρα από τον γερμανικό στρατό, τσεχοσλοβακικής προέλευσης. Οι υπόλοιποι δικοί μου, με λίγους άνδρες του Σελαλμαζίδη, ήταν κάπου εκατό πενήντα μέτρα μακρύτερα, στις στροφές του δρόμου προς το Σιδηρόνερο, πλάι στην τοποθεσία «αντιαρματικά».
Ο καπετάν Ηλίας έπιασε τη δεύτερη και τρίτη στροφή των Παπάδων. Οι κοντινότεροι στη γέφυρα σκοποί, ο Τσαπανίδης και ο Καλπακίδης, είχαν εντολή να ξαμολήσουν τις χειροβομβίδες τους πάνω στην εμπροσθοφυλακή του εχθρού την ώρα που θα περνούσαν ανύποπτοι την 98 μέτρων γέφυρα. Είχαμε φέρει μπόλικες χειροβομβίδες από τις αποθήκες μας. Ενώ συνέχεια από το Σιδηρόνερο κατέβαζαν και νέα πυρομαχικά.
Ξημέρωνε μια ανήσυχη και γεμάτη άγχος εορτάσιμη μέρα. Κυριακή 7 Μαΐου 1944. Χαράματα κι έρχεται τροχάδην, λαχανιασμένος κι ανήσυχος, ο νεαρός Σάββας Λαφτσίδης.
-Καπετάνιε ουρές από αυτοκίνητα κατεβάζουν βουλγαρικό στρατό στο Νεστοχώρι, ενώ μια φάλαγγα στρατού κατεβαίνει προς το Νέστο και βαδίζουν σε τριάδες. Τους είδα με τα κιάλια.
Ξαφνιαστήκαμε. Πότε πρόλαβαν. Κάθομαι αμέσως και γράφω βιαστικά ένα σημείωμα για τον καπετάν Αναστάση ο οποίος βρίσκεται στο Σιδηρόνερο. Του αναφέρω τα νέα και του ζητώ επειγόντως ενισχύσεις κι εφόδια. Το σημείωμα μεταφέρει τροχάδην στον καπετάν Αναστάση ο Σταύρος Κωφίδης.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Χάραζε. Οι πλαγιές, η γέφυρα, το ορμητικό ποτάμι και οι θέσεις μας κολυμπούσαν μέσα σε μια πυκνή ομίχλη. Πέρασε λίγη ώρα. Για μια στιγμή σηκώθηκε απότομα η ομίχλη κι αποκαλύφθηκε η γέφυρα. Τρίβαμε τα μάτια μας. Ήταν πλημμυρισμένη από βουλγαρικό στρατό και αυτοκίνητα. Φαίνεται ότι το σύνταγμα του Μιχαήλωφ έφτασε το βράδυ απέναντι στα φυλάκια και τώρα, με την ευκαιρία και της πυκνής ομίχλης, περνούσε με προφύλαξη τη μεγάλη γέφυρα. Πράγματι η ομίχλη τους κάλυπτε και δεν μπορέσαμε να τους διακρίνουμε.
Όμως τώρα απλώνονταν μπροστά μας θήραμα ο βουλγαρικός στρατός. Πλησίαζε στην έξοδο της γέφυρας και κοντά στις θέσεις μας. Τουλάχιστο τρεις λόχοι ήταν σε πλήρη ανάπτυξη πάνω στη γέφυρα και άλλοι πλημμύριζαν το χώρο γύρω από τα κτίρια του Σμολένσκυ και αποτελούσαν, όλοι μαζί, ασφαλή στόχο για τα όπλα μας. Κυριακή του Μάη ώρα δέκα το πρωί.
Ο Γιάννης Τσαπανίδης, που ήταν μπροστά, δεν δίστασε καθόλου. Πέταξε στο σωρό των Βουλγάρων δύο οβίδες μίλς. Η φοβερή έκρηξη άναψε τη μάχη. Τα όπλα μας, δέκα επτά πολυβόλα και πολλά αυτόματα τουφέκια ξερνούν φωτιά και θάνατο. Ο βουλγαρικός στρατός που γέμισε την γέφυρα σε όλη την έκταση των 98 της μέτρων αιφνιδιάστηκε. Πανικοβλήθηκε, τσαλαπατήθηκε, αυτοπαγιδεύτηκε. Ούτε μπρος μπορούσε να πάει, ούτε να γυρίσει πίσω. Κι από απέναντι οι αντάρτες ξερνούσαν πάνω τους πυρά θανάτου. Άλλοι στρατιώτες πηδούσαν στο ποτάμι για να σωθούν κι άλλοι έπεφταν θανάσιμα τραυματισμένοι από τις οβίδες και τις σφαίρες οι οποίες ρίχνονταν από όλες τις πλαγιές. Οι νεκροί Βούλγαροι σωρεύονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Ήταν στιγμές φρίκης και πανωλεθρίας του τακτικού βουλγαρικού στρατού. Αν μάλιστα δεν πάθαινε εμπλοκή το οπλοπολυβόλο χότσκις που έκανε πολλαπλές βολές στο λεπτό το οποίο χειρίζονταν ο Αρμένης Βαχάν Τσουρτικιάν που ήταν μπροστά, οι απώλειες του εχθρού θα ήταν τρομαχτικά μεγαλύτερες.
Στο μεταξύ κι ενώ η μάχη μαίνονταν, άρχισαν να καταφτάνουν και οι πρώτες μας ενισχύσεις από το Σιδηρόνερο σε άνδρες και πυρομαχικά. Από την Οσένιτσα κατέβηκαν δεκάξι άνδρες με τον Μενέλαο Βραχίδη. Ο Πέτρος Μελισσαρίδης, ο Μιλτιάδης Θεοδωρίδης, ο Δημήτριος Βραχίδης, ο οπλοδιορθωτής του αρχηγείου Γιάννης Μεταξόπουλος, ο Ισαάκ Ζαπουνίδης, ο Λάζος Ηλίας, ο Λάζαρος Τσελεμπής, η ομάδα του οπλαρχηγού Ελευθεριάδη Γιάννη, δυο άνδρες από την Τσερέσοβα ο Λάζαρος Μ. και άλλοι αντάρτες και μεταξύ αυτών και Παγονερίτες. Ερχόμενοι κατέβασαν οπλοπολυβόλα βίκερς κι ατομικούς όλμους. Ρίχτηκαν αμέσως στη μάχη.
Άλλα αντάρτικα σώματα, κατ’ εντολή του Αρχηγείου, προωθήθηκαν από τα βόρεια με αντάρτες από τα χωριά των Ποταμών και της περιοχής Κάτω Νευροκοπίου. Διευθύνονταν από τον υπαρχηγό του αρχηγείου Καράντερε Κυριάκο Λαζαρίδη του Κων/νου και τους οπλαρχηγούς Σάββα Καπαλαξή (Σιδηρόπουλο), Ιωακείμ Ποιμενίδη του Χαραλάμπους και Κουρού Γιάννη Αμανατίδη του Αμανατίου. Έφτασαν στο πεδίο της μάχης το απόγευμα κι έπιασαν τα υψώματα «Τσάς Χανέ», «Μαγούλα» και «Ψυχρό» των Παπάδων.
Από τους Ποταμούς έφτασαν κι άλλοι. Ήταν ο Σαρή Κυριάκος Καλπακίδης με τον Κοτζά Βασίλη και τους άνδρες τους, μπαρουτοκαπνισμένοι ακόμη από τις μάχες μέσα στους Ποταμούς. Είναι μαζί τους ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, ο Πέτρος Γκλεγκλάκος από το Περιθώρι, οι Παγονερίτες οπλαρχηγοί Άγγελος Βούγκας και Στέργιος Γοριδάρης οι οποίοι και μοίρασαν πυρομαχικά και ξηρά τροφή στους άνδρες.
Ήταν ακόμη ο Πέντσας Λάζαρος, ο Κων/νος Πέντσας, ο Γιάννης Γοριδάρης κι ο Άγγελος Βούγκας. Από τους Παπάδες ο Αναστασιάδης Κώστας και από το Παγονέρι οι Πέντσας Γεώργιος με τον Γρόζο Ηλία ως υπεύθυνοι των οπλοπολυβόλων. Ο Πέντσας Χρήστος, που ήταν διοικητής του συγκροτήματος βαρειών όπλων, με τις επιτυχημένες βολές του με το 81 χιλιοστών ομαδικό όλμο του και τους δύο ατομικούς, προκάλεσαν βαριές απώλειες στον εχθρό την κατάλληλη στιγμή. Έστησαν τους ομαδικούς όλμους τους πλάι στο λατομείο και τέσσερα οπλοπολυβόλα στην 15 και 16 στροφή κι άρχισαν αμέσως να σφυροκοπούν με καταιγιστικά πυρά τις θέσεις του εχθρού που είχε ήδη επικίνδυνα εγκλωβιστεί στην περιοχή της γέφυρας και στους γύρω δρόμους.
Το σύνολο των ανταρτών από την πλευρά του Σιδηρονέρου διέθεταν αρκετά εγγλέζικα αυτόματα πολυβόλα τύπου μπρεν, ένα ομαδικό όλμο, ένα αντιαρματικό, δύο αυστριακά οπλοπολυβόλα, δύο τσέχικα οπλοπολυβόλα χότσκις. Ακόμη διέθεταν γύρω στα πενήντα όπλα διαφόρων τύπων με ισάριθμους άνδρες.
Όλη τη μέρα η μάχη μαίνονταν με πείσμα. Οι αντάρτες ακινητοποίησαν και τα βουλγαρικά αυτοκίνητα τα οποία βρίσκονταν πάνω στη γέφυρα καταστρέφοντάς τα με αντιαρματικές σφαίρες που κατέβασαν λίγο πριν το μεσημέρι. Οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να ξεφύγουν και να απαγκιστρωθούν από την επικίνδυνα μειονεκτική θέση στην οποία είχαν περιέλθει κι εμείς κάναμε την προσπάθειά τους αυτή ακόμη πιο δύσκολη βάζοντας με καταιγιστικά πυρά στα τμήματά τους, διηγείται ο Μπάρμπα Γιάννης Λαφτσίδης. Άλλωστε πυρομαχικά είχαμε αρκετά, καθώς έφταναν συνεχώς νέα φορτία από τις αποθήκες μας του Σιδηρονέρου και της Σκαλωτής χάρη στα ριψοκίνδυνα νέα παιδιά του Σιδηρονέρου. Η μάχη συνεχίζονταν με την ίδια ένταση όλη μέρα. Ο ήλιος έπεσε νωρίς πίσω από το χιονισμένο Φαλακρό και η κοιλάδα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Οι πυροβολισμοί αραίωσαν και οι αντάρτες εγκατέλειψαν τις αρχικές τους θέσεις που ήταν κοντά στη γέφυρα, το μύλο και τις στροφές. Ανέβηκαν ψηλότερα. Ταμπουρώθηκαν απέναντι στις πλαγιές του δρόμου των Παπάδων και του Σιδηρονέρου. Πιάσαμε ασφαλείς θέσεις από τις οποίες όμως ελέγχαμε πολύ καλά και σε απόσταση βολής, τον εχθρό, θα πει ο μπάρμπα-Γιάννης.
Και συνεχίζει. Η πρώτη μέρα της μάχης μας βρίσκει χωρίς απώλειες, ενώ ο εχθρός μετράει εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Την επόμενη, χαράματα, οι πυροβολισμοί ξανά γενικεύονται. Κι από τις δύο πλευρές. Όμως οι Βούλγαροι εξαπολύουν λευκές φωτοβολίδες. Ζητούν μικρή ανακωχή. Να μαζέψουν τους νεκρούς τους. Για μισή ώρα και πλέον σταματούν οι πυροβολισμοί και τα τερετίσματα των οπλοπολυβόλων. Από όλα τα ταμπούρια, από όλες τις πλαγιές και από τις δυο πλευρές. Η αγριότητα των μαχών, το πάθος και το μίσος, παραμερίστηκαν. Ανέγγιχτη η ανθρωπιά και η μεγαλοφροσύνη των Ελλήνων ανταρτών. Οι Βούλγαροι ζητούσαν να παραλάβουν τους εκατοντάδες νεκρούς τους πάνω από την γέφυρα. Οι νεκροί είναι ιεροί. Τα αυτοκίνητα πλησιάζουν τη γέφυρα και μαζεύουν τα πτώματα και τους τραυματίες. Στη γέφυρα απομείναν τώρα μόνο σκόρπια όπλα και μικροαντικείμενα.
Σε λίγο όμως ξαναρχίζουν τα πυρά. Βροντούν τα κανόνια των Βουλγάρων και παίρνει και πάλι φωτιά η κοιλάδα. Οι γύρω λόφοι γίνονται κόλαση από τη βροχή των οβίδων. Οι Βούλγαροι προωθούν τώρα νεότερες δυνάμεις τους από τη δασώδη περιοχή του Κρυονερίου, που είναι πάνω από τη γέφυρα κι εγκαθιστούν όλμους κατά μήκος της οδού. Άλλα τμήματά τους κατεβαίνουν από το Καστανόχωμα σε ενίσχυση των ολίγων πια εγκλωβισμένων.
Ένα αεροπλάνο κάνει την εμφάνισή του πάνω από το ποτάμι και χάνεται βόρεια. Το αψηφήσαμε, αλλά φαίνεται ότι είχε σοβαρή αποστολή. Κατόπτευσε τις θέσεις μας κι έδωσε και τις σχετικές συντεταγμένες των πολυβολητών μας στο απέναντι αρχηγείο των Βουλγάρων. Οι Βούλγαροι είχαν ζητήσει τη συνδρομή της πολεμικής τους αεροπορίας. Έτσι αργότερα ένα σμήνος από γερμανικά στούκας καθέτου εφορμήσεως και βαριά βομβαρδιστικά βουλγαρικά αεροπλάνα κάνουν την εμφάνισή τους. Κατεβαίνουν από τους Ποταμούς, πυροβολούν αριστερά στους Παπάδες, από όπου βάζουν με όλμους οι αντάρτες και ξερνούν θάνατο στις πλαγιές του Αι Λιά.
Ύστερα χάνονται προς το Οροπέδιο και το Σιδηρόνερο. Λέγεται ότι τα στούκας επάνδρωναν Γερμανοί πιλότοι και «τη υποδείξει των Γερμανών αεροπόρων επισημάνθηκε η θέσης της ομάδας Λαφτσίδη ...». Επίσης λέγεται ότι απογειώνονταν από το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα ή του γερμανικού αεροδρομίου του Νεροφράκτη. Από όπου όμως κι αν έρχονταν και όποιοι κι αν ήταν οι πιλότοι, Βούλγαροι ή Γερμανοί, στη γέφυρα δεν προξένησαν ιδιαίτερη δυσκολία στους αντάρτες. Και μάλιστα οι πρώτοι βομβαρδισμοί έγιναν σε βάρος των βουλγαρικών θέσεων από λάθος εκτίμηση των πιλότων και προκάλεσαν μεγάλες ζημιές και θύματα στα βουλγαρικά στρατεύματα. Ύστερα, βέβαια, αυτό το λάθος διορθώθηκε. Αλλά υπήρξαν πολλά θύματα του βουλγαρικού στρατού από τα δικά τους αεροπλάνα. Όμως τα ίδια αεροπλάνα πραγματοποίησαν φονικούς βομβαρδισμούς στα χωριά μας προετοιμάζοντας και την επέλαση ειδικών μονάδων εμπρηστών του βουλγαρικού στρατού ώστε με δοχεία βενζίνης και πετρελαίου να μετατρέψουν τα χωριά μας σε μια άμορφη ηφαιστειακή μαύρη μάζα φωτιάς, καπνού και στάχτης.
Μέσα όμως στον πολεμικό χαλασμό της γέφυρας ο βουλγαρικός στρατός, παρά τις εκατοντάδες των νεκρών του, ανασυντάσσεται στις πλαγιές του Μποζ Νταγ. Στήνει τα βαριά πυροβόλα και κανόνια του ψηλά στο δρόμο του Νεστοχωρίου κι αρχίζει ένα ανηλεή βομβαρδισμό πάνω στις θέσεις μας. Ένα βλήμα όλμου πέφτει πάνω στο στέκι-ταμπούρι του Γιάννη Λαφτσίδη του Ηλία, (συνώνυμο αδελφό μου) και του Κώστα Λαφτσίδη του Παπαϊωάννου και κυριολεκτικά τους διαμέλισε. Κομμάτια από τα βλήματα έπιασαν και τον Ηλία Λαφτσίδη και τραυμάτισαν πολύ άσχημα κι εμένα. Το δεξί μου χέρι αχρηστεύτηκε. Λιποθύμησα. Συνήλθα μόνο όταν ένα κλαδί δένδρου έπεσε πάνω μου, σπασμένο από τις οβίδες των όλμων, που έπεφταν σωρηδόν κατά πάνω μας κοσκινίζοντας κυριολεκτικά την πλαγιά. Φρικτή εικόνα πολέμου.
Ακατάπαυτος καταιγισμός πυρός προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εικόνα μου θύμιζε το βορειοηπειρωτικό μέτωπο με τους εισβολείς Ιταλούς. Το φράγμα πυρός έκανε, κάθε μας μετακίνηση δύσκολη. Όμως εγώ σύρθηκα με φρικτούς πόνους μέχρι τους προσφιλείς μου νεκρούς. Αδελφός μου ο ένας, πρώτος ξάδερφος μου ο άλλος. Φίλησα τα παραμορφωμένα πρόσωπά τους. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου. Άρπαξα το ματωμένο ντουφέκι μου κι άρχισα να σέρνομαι προς τα πίσω, αλλάζοντας θέση. Ο Στέφανος Καλπακίδης και ο Βασίλης Λαφτσίδης, που ήδη είχαν υποχωρήσει με είχαν για σκοτωμένο. Όταν μ’ αντίκρισαν ξεφώνισαν από τη χαρά τους. Έτρεξαν, με έσυραν στη θέση τους για σχετική ασφάλεια και καθάρισαν κι έδεσαν πρόχειρα τις πληγές μου. Αργότερα με μετέφεραν στο Σιδηρόνερο.
Όμως ο αγώνας συνεχίζονταν. Ο εχθρικός στρατός, παρά τις βαριές απώλειές του έπαιρνε νέες θέσεις μάχης. Το πυροβολικό τους έκαιγε τις πλαγιές και το δάσος προς την πλευρά μας. Εμείς, μη μπορώντας να σιγήσουμε τους πυροβολητές τους οι οποίοι έριχναν βροχηδόν τις οβίδες τους κατά πάνω μας, απλά αλλάζαμε συνέχεια θέσεις. Οι αντάρτες μας πυροβολούσαν με μανία πάνω στη γέφυρα και χτυπούσαν στο δρόμο τα νέα μηχανοκίνητα του εχθρού που έφταναν με νέες εφεδρείες. Τα ειδικά βλήματα για την καταστροφή των μηχανοκίνητων του εχθρού, που μας κατέβαζαν νεαροί Σιδηρονερίτες από τις αποθήκες μας, έκαναν θραύση. Θυμάμαι το Δήμο Γραμματικού, τον Ανέστη Δασούλα, τον Απόστολο Ρουμελιώτη, το Γρηγόρη Μανιάτη, το Λευτέρη Παπαδόπουλο, το Χρήστο Βραχίδη κι άλλα παιδιά, που μας έφερναν τα πυρομαχικά πάνω σε μουλάρια και γαϊδούρια μέχρι το πεδίο της μάχης. Τι γενναία ελληνόπουλα. Αλλά και οι γυναίκες, από το Σιδηρόνερο και το Οροπέδιο, περνώντας μέσα από τα ρέματα έφερναν νερό και φαγητό στους μπαρουτοκαπνισμένους υπερασπιστές και μαχητές της γέφυρας Παπάδων.»
Ο ηρωισμός των απλών χωρικών μαχητών να αλλάζουν συνεχώς θέσεις μέσα στον ορυμαγδό των οβίδων και το κροτάλισμα των οπλοπολυβόλων προκειμένου να έχουν στο στόχαστρό τους καλλίτερα τον εχθρό και συγχρόνως να αποφεύγουν τα βλήματα των όλμων, που έπεφταν βροχή, ήταν πέρα για πέρα μια πάρα πολύ θαρραλέα ενέργεια. Ήταν θα λέγαμε θράσος ανθρώπων που περιφρονούσαν το θάνατο. Ήταν απεγνωσμένη προσπάθεια να απωθηθεί το λεφούσι των εχθρών για να διατηρηθεί το κομμάτι αυτό της πατρίδας λεύτερο. Οι αντάρτες χωρικοί έγραφαν σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας. Έγραφαν ιστορικές παρακαταθήκες εθνικής ανάτασης και πατριωτισμού για τις επόμενες γενιές, από τις πιο ωραίες του απλού λαού μας. Ενός λαού λεύτερου και ηρωικού, που πολεμούσε μόνο για την πατρίδα, για τη γη των πατέρων του, για την αξιοπρέπεια και την οικογένειά του.
Ο δεύτερος πυροβολητής μου, ο Γιώργος Κωφίδης του Βασιλείου, είκοσι μέτρα πιο ψηλά από μας, όταν σίγησε το πολυβόλο του Βασίλη Λαφτσίδη κατέβηκε με προσοχή να δει τι συμβαίνει. Όταν αντίκρισε τα πτώματα των αγαπημένων του ξαδέρφων και τον βαρύ τραυματισμό μου έβγαλε μια κραυγή άγριου θεριού. Πέταξε τα άρβυλά του, άρπαξε το οπλοπολυβόλο και ξυπόλητος κατέβηκε χαμηλότερα κι άρχισε όρθιος και ακάλυπτος να πυροβολεί και να προκαλεί τον εχθρό.
Πέσανε όλοι επάνω του να τον συγκρατήσουν, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τον είχε πιάσει πολεμική υστερία. Πόση ώρα πολεμούσε σαν λιοντάρι, πόση ώρα επιτιμούσε και περιφρονούσε τον εχθρό σε μια απόσταση βολής όπλου, δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε. Παρά τα κλάματα του γεμιστή του, του Γιώργου Λαφτσίδη και του τροφοδότη του Χαράλαμπου Λαφτσίδη να λυπηθεί τα νιάτα του και να συμπτυχτεί μαζί τους για να μη χαθεί άδικα, εκείνος τους παρότρυνε να φύγουν από κοντά του γιατί αυτός ήταν αποφασισμένος να πουλήσει ακριβά το τομάρι του. Το πείσμα, ο ηρωισμός και η επική τόλμη αυτού του λεοντόκαρδου παλικαριού δεν άργησαν να του χαρίσουν την αθανασία, τον ένδοξο θάνατο του ήρωα. Ο Γιώργος Κωφίδης του Βασιλείου πέρασε στην ελληνική ιστορία και στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων. Μια σφαίρα, από τις εκατοντάδες που περνούσαν πλάι του, τον βρήκε στο μέτωπο και τον άφησε νεκρό. Ένδοξος θάνατος Έλληνα αγωνιστή.
Πάνω στην πλαγιά, στις στροφές των Παπάδων, μια οβίδα όλμου βρίσκει και σκοτώνει και το Δημήτρη Μελήτο του Χρήστου, ένα λεβεντόπαιδο, ένα γενναίο παλικάρι, από τη Μεσολακκιά Σερρών. Σαρακατσάνος με κοπάδι στην περιοχή μας, με τέσσερα παιδιά και γυναίκα, άρπαξε το πολυβόλο κι από τη θέση αυτή προκαλούσε τους Βουλγάρους στρατιώτες στη γλώσσα τους.
Ήταν ένας ανδρείος άνδρας και πολύ τολμηρός ο Δημήτρης. Η φύση τον έκανε ελεύθερο, μέσα στην οποία ζούσε και δραστηριοποιούνταν. Υπεράσπιζε τη γη των προγόνων του, τη γη όπου τα κοπάδια του ζούσαν ελεύθερα σε μια έκταση από την Σκαλωτή μέχρι τους Παπάδες. Η φονική οβίδα τον βρήκε όρθιο στο στήθος, την ώρα που έβαζε με το πολυβόλο κατά των εχθρών του γένους μας και ενώ προωθούνταν οι Βούλγαροι στρατιώτες προς τη γέφυρα.
Αλλά είχαμε και πέμπτο νεκρό. Σε μια φυσική μετακίνηση του δίδυμου Γιάννη Τσαπανίδη του Χαραλάμπους και Σωκράτη Καλπακίδη, προκειμένου να περάσουν στη δεύτερη στροφή του δρόμου προς τις Παπάδες, θέσεις στις οποίες ήταν ταμπουρωμένοι και οι υπόλοιποι άνδρες του οπλαρχηγού Ηλία Σελαλμαζίδη, ο πρώτος έγινε στόχος των καραδοκούντων Βουλγάρων. Μια σφαίρα από τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών τον βρίσκει στο πόδι. Συντριπτική είναι η πληγή. Αιμορραγεί. Αλλά αντί να ακολουθήσει τον συμπολεμιστή του, όσο μπορούσε να περπατήσει ή να συρθεί, κατεβαίνει προς τα κάτω, στο ποτάμι. Πηγαίνει προς το μύλο κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων. Θέλει να πλύνει το βαθύ του τραύμα να κουρνιάσει εκεί κι από εκεί, ελπίζει, πως θα τον αναζητήσουν και θα τον πάρουν οι αντάρτες του Σιδηρονέρου. Φτάνει κάθιδρος και εξαντλημένος. Το πόδι του αιμορραγεί και πονάει πολύ. Το πλένει και το δένει πρόχειρα. Αλλά χάνει τις αισθήσεις του. Λιποθυμάει.
Οι σύντροφοί του ανύποπτοι ανέβηκαν την πλαγιά. Όταν είδαν πως έλλειπε από ανάμεσά τους σκέφτηκαν πως ίσως κάπου να είχε ταμπουρωθεί. Άλλωστε τώρα τα καταιγιστικά πυρά των Βουλγάρων δεν τους αφήνουν περιθώριο ούτε να κινηθούν και να τον αναζητήσουν. Θα περιμένουμε να βραδιάσει και θα κατέβουμε να τον βρούμε, είπαν. Όμως τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. Και δυστυχώς τον τραυματία τον συνέλαβαν πιο μπροστά οι Βούλγαροι στρατιώτες που είχαν προωθηθεί και τον βρήκαν αναίσθητο. Και πάνω στον αδύναμο τραυματισμένο ήρωα έδειξαν όλο το μίσος και το θηριώδες επίπεδό τους ως λαού. Δεν σεβάστηκαν ούτε ότι ήταν αιχμάλωτος και πληγωμένος. Τον βρήκαμε την επόμενη μέρα με εκατοντάδες λογχισμούς και κατακρεουργημένο από τους βαρβάρους εισβολείς.
Ο Μπάρμπα-Γιάννης αναστενάζει.
«Ήταν επικός ο αγώνας μας. Ήταν αγώνας ολίγων εναντίον πολλών. Έζησα από κοντά τους άνδρες μου. Και θαρρώ ότι πολέμησαν, πραγματικά, σαν ήρωες. Θυμάμαι τους συμμαχητές και τους συγχωριανούς μου. Αυτούς τους απλοϊκούς ανθρώπους, που είχαν όμως λιονταρίσια καρδιά και μεγάλη αγάπη στην πατρίδα. Στο χωριό μας ζούσαν απέριττοι κι ανώνυμοι. Σπάνια μιλούσαν για ιδανικά, για λευτεριά και για Ελλάδα. Εδώ, στη φωτιά της μάχης, κάθε τους κουβέντα ήταν πώς θα πολεμήσουν μέχρι το τέλος για την Ελλάδα και τα ιδανικά της φυλής μας.
Αλήθεια, πού έβρισκαν τη δύναμη και το πνεύμα. Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν μπόρεσα να δώσω εξήγηση. Ίσως η υπεράσπιση της γης μας, ο αμυντικός πόλεμος τον οποίο κάναμε για τα πάτρια, ίσως πάλι κάποιες αόρατες εσωτερικές δυνάμεις να μεταμορφώνουν και να γιγαντώνουν τον κάθε Έλληνα σε τέτοιες μεγάλες στιγμές του έθνους. Άλλη εξήγηση δεν βρίσκω.»
Η μάχη μαίνονταν και οι νεκροί και οι τραυματίες από βουλγαρικής πλευράς αυξάνονταν, σε στρατιώτες κι αξιωματικούς τους οποίους μετέφεραν εσπευσμένα στη Δράμα. Την μονομαχία του πυροβολικού κέρδισαν φαίνεται οι ολμιστές μας γιατί από τις 6 το απόγευμα οι Βούλγαροι αποσύρονται τρία χιλιόμετρα πίσω στο Νεστοχώρι. Η μονομαχία πυροβολικού περιορίστηκε μεταξύ Βουλγάρων από το Νεστοχώρι και των ολμιστών του Πέντσα πάνω στους Παπάδες.
---------------------
Σημείωση: (1) Γεννήθηκε το 1918 στην Αμισό του Πόντου. Παλικάρι δυνατό, μισούσε θανάσιμα τους Βουλγάρους οι οποίοι το 1942 αναίτια τον έπιασαν και τον κλείσανε στη φυλακή. Έφαγε ξύλο μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Το βράδυ πήδησε από τον δεύτερο όροφο της φυλακής, αφόπλισε τον φρουρό και τόσκασε στο βουνό. Τη νύχτα έχασε τον προσανατολισμό του και μπήκε σε βουλγαρικό έδαφος από όπου όμως μετά από περιπέτειες επανήλθε στο Μποζ Δαγ και διέπρεψε με τον ηρωισμό του ως αντάρτης κι αργότερα ως καπετάνιος οπλαρχηγός. Υπηρέτησε στο στρατό με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
(Υπάρχει συνέχεια με πολλά συμβάντα κι άλλους αντάρτες από Τσαλ Δαγ, Μποζ Δαγ, κλπ Ίδε «Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ» ανέκδοτο βιβλίο Τηλ. Τσελεπίδη.)

 Επιμέλεια: Paul P Nounis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου